Ντιβιβιέ, Ζιλιέν

Ντιβιβιέ, Ζιλιέν
(Julien Duvivier, Λιλ 1896 – Παρίσι 1967). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία το 1919, αλλά γύρισε τις καλύτερες ταινίες του μεταξύ 1930 και 1939, περίοδο κατά την οποία ο γαλλικός κινηματογράφος επιβλήθηκε στον κόσμο με μια σειρά ταινίες ρομαντικές, αλλά γυρισμένες σε λαϊκό περιβάλλον - διαφορετικές μεταξύ τους από άποψη ύφους, αλλά πάντα με την ίδια προγραμματισμένη απαισιοδοξία. Στα πλαίσια αυτής της τάσης, ο Ν. γύρισε αρκετές ενδιαφέρουσες ταινίες όπως Η όμορφη παρέα (1936), Σημειωματάριο χορού (1937), Το τέλος της ημέρας (1939) και, κυρίως την ταινία Πεπέ λε Μοκό (1937), που παραμένει η πιο εμπνευσμένη και πετυχημένη δημιουργία του. Χωρίς να μπορούμε να πούμε ότι άνοιξε καινούργιους δρόμους στην κινηματογραφία της χώρας του, υπήρξε ωστόσο ικανός να αφομοιώσει με εξυπνάδα τα διδάγματα των σπουδαιότερων σκηνοθετών της εποχής και να συμβάλει όσο κανείς άλλος στη διάδοση του γαλλικού φιλμ σε ολόκληρο τον κόσμο, χάρη στην έμφυτη «αίσθηση του θεάματος» που τον χαρακτήριζε. Μετά τον πόλεμο περιορίστηκε σε μια παραγωγή χαμηλότερου επιπέδου, αν και συχνά γνώρισε εντυπωσιακές ταμειακές επιτυχίες, όπως για παράδειγμα με τις ταινίες Δον Καμίλο (1952) και Η επιστροφή του Δον Καμίλο (1953), βασισμένες σε διηγήματα του Τζοβάννι Γκουαρέσκι. Σκηνή από την ταινία του Ζιλιέν Ντιβιβιέ «Η συμμορία».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • Μπορ, Χάρι — (Harry Baur, Παρίσι 1886 – 1944). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Εργάστηκε στα γνωστότερα παρισινά θέατρα και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στις πρώτες ταινίες του ομιλούντος. Γιάνης Αγιάννης, Μπετόβεν, Μπερλιόζ, Ιούδας …   Dictionary of Greek

  • Φερναντέλ — (Fernadel, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Fernand Joseph Désiré Constantin, Μασσαλία 1903 – Παρίσι 1971). Γάλλος ηθοποιός του βαριετέ και του κινηματογράφου. Στο θέατρο έγινε διάσημος κυρίως μεταξύ 1930 και 1940, όταν εμφανίστηκε ακόμα και στο Φολί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”